- ἔστρωσα
- στόρεννυμιaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρώνω — έστρωσα, στρώθηκα, στρωμένος 1. μτβ., καλύπτω επιφάνεια: Έστρωσε το κρεβάτι με καθαρά σεντόνια. – Όλα ήταν στρωμένα με χιόνι. 2. αμτβ., έχω καλή εφαρμογή: Έστρωσε καλά πάνω σου το φόρεμα. 3. πάω κανονικά, προσαρμόζομαι: Με τον καιρό θα στρωθεί η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
εμπρός — Τίτλος ημερήσιας αθηναϊκής εφημερίδας, που ιδρύθηκε το 1896 από τον Δημήτριο Καλαποθάκη. Στην εφημερίδα συνεργάστηκε ο Κωστής Παλαμάς, υπογράφοντας με το λατινικό γράμμα W, ο Ιωάννης Κονδυλάκης, που έγραψε χρονογράφημα με το ψευδώνυμο Διαβάτης,… … Dictionary of Greek
στρώνω — στρώνω, έστρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής